ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
[Seite 854] = ῥυτιδόω, Gloss.
ῥῠτίζω: ῥυτιδόω, Γλωσσ.
Μ ῥυτίς, -ίδος]ρυτιδώνω, ζαρώνω κάτι.