που έχει καεί από τον ήλιο
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Translations
sunburnt
English: sunburnt, sun-burnt, sunburned; Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: sonnenverbrannt; Greek: που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιοκαμένος; Ancient Greek: ἁλιόκαυστος, αὐσταλέος, ἡλιοκαής, ἡλιόκαυστος, ἡλιόκτυπος, ἡλιοπλήξ, ἡλιωμένος; Latin: adustus; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng