Κροτωνιᾶτις
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ιδος
adj. f.
de Crotone.
Étymologie: Κρότων.
Κροτωνιᾶτις: ιδος ἡ (sc. γῆ или χώρα) область города Кротон Thuc.