Κροτωνιᾶτις
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
de Crotone.
Étymologie: Κρότων.
Russian (Dvoretsky)
Κροτωνιᾶτις: ιδος ἡ (sc. γῆ или χώρα) область города Кротон Thuc.