Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
βιοτεύω, διαγίγνομαι, ἀποζάω, νεμέθομαι, σιτέομαι, βόσκομαι, βόσκεσθαι, διαζάω, διαζώω, διαβιόω