ἀποζάω

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποζάω Medium diacritics: ἀποζάω Low diacritics: αποζάω Capitals: ΑΠΟΖΑΩ
Transliteration A: apozáō Transliteration B: apozaō Transliteration C: apozao Beta Code: a)poza/w

English (LSJ)

A live off, ὅσον ἀποζῆν = enough to live off, Th.1.2: c. dat., ἀ. ἐλύμοις Procop.Pers.1.12, al.
2 live poorly, Luc.Tox.59, Ael.NA 16.12, Lib.Or.11.253.
3 live out, ἰδιώτην βίον J.AJ9.10.4.

Spanish (DGE)

1 ser suficiente, bastar para vivir la tierra ὥς τ' ἀπό τ' εὖ ζώειν ... ἀνθρώποισιν h.Ap.530, τὰ ἑαυτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν Th.1.2, cf. Procop.Pers.1.121
c. dat. instrum. ταῖς χερσὶν ἀ. vivir de sus manos Pall.H.Laus.58.17.
2 vivir c. ac. int. ἰδιώτην βίον I.AI 9.227
abs. πονηρῶς Luc.Tox.59, μόλις Ael.NA 16.12, μόνον Lib.Or.11.253.

German (Pape)

[Seite 302] (s. ζάω), von etwas leben, νεμόμενοι τὰ ἑαυτῶν ὅσον ἀποζῆν Thuc. 1, 2; ἐκ τῆς μισθαρνίας Luc. Fugit. 17; bes. = kümmerlich leben, Tox. 59 Ael. H. A. 16, 12.

French (Bailly abrégé)

ἀποζῶ :
1 vivre de;
2 vivre pauvrement, végéter.
Étymologie: ἀπό, ζάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποζάω:
1 жить, кормиться (ἐκ τῆς μισθαρνίας Luc.): ὅσον ἀποζῆν Thuc. сколько нужно, чтобы прокормиться;
2 кое-как перебиваться Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποζάω: μέλλ. -ζήσω, ζῶ ἀπό τινος, νεμόμενοι τὰ αὑτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν, ὅσον ἐχρειάζετο νὰ ζῶσι λιτῶς, Θουκ. 1. 2· μετ’ αἰτ., ἐλύμοις ἀποζῆν Προκοπ. Ἱστ. 602Α. 2) ζῶ πενιχρῶς μετὰ στερήσεων, Λουκ. Τόξ. 59, κτλ.

Greek Monotonic

ἀποζάω: μέλ. -ζήσω·
I. ζω από κάτι· ὅσον ἀποζῆν, όσο χρειάζεται για να ζήσει κάποιος με λιτότητα, σε Θουκ.
II. ζω με στερήσεις, ζω μέσα στη φτώχεια, σε Λουκ.

Middle Liddell

I. to live off, ὅσον ἀποζῆν enough to live off, Thuc.
II. to live poorly, Luc.

Lexicon Thucydideum

vitam tolerare, to endure life, 1.2.2.