συγγενῶς
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Russian (Dvoretsky)
συγγενῶς:
1 с рождения (самого), от природы (δύστηνος Eur.);
2 однородно, сходным образом (ἔρχεσθαι Plat.).