συγγενῶς
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Russian (Dvoretsky)
συγγενῶς:
1 с рождения (самого), от природы (δύστηνος Eur.);
2 однородно, сходным образом (ἔρχεσθαι Plat.).