ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
φιλαπεχθημόνως, φιλαπεχθῶς, φιλέχθρως, ἐχθρῶς, ἐθελέχθρως, πολεμικῶς, πολεμίως, λοξός, ἀλλοτρίως, δυσμενῶς, διαφόρως, ἀπεχθῶς