ἀπολιθοῦμαι
From LSJ
Middle Liddell
λίθος, Pass. to become stone, Strab.
Spanish
convertirse en piedra, petrificarse, quedarse de piedra, obstinarse, empecinarse, quedar paralizado, endurecerse
Greek Monotonic
ἀπολῐθόομαι: (λίθος), Παθ., μεταβάλλομαι σε λίθο, σε πέτρα, απολιθώνομαι, σε Στράβ.