δοτικῶς
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Spanish
Translations
generously
Catalan: generosament; Greek: γενναιόδωρα, πλουσιοπάροχα, αφειδώς, άφθονα; Ancient Greek: ἀβαναύσως, ἀφειδείως, ἀφειδέως, ἀφειδῶς, ἀφθόνως, δαψιλέως, δαψιλῶς, δοτικῶς, εὐμεταδότως, μεγαλοδώρως, φιλοδώρως, φιλοτίμως; Esperanto: malavare, grandanime; Finnish: anteliaasti; Galician: xenerosamente; Latin: large; Norman: génétheusement; Polish: hojnie; Portuguese: generosamente; Spanish: generosamente