Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
λεοντιῶ, λεοντιάω (AM) λέωνμσν.μοιάζω με λιοντάριαρχ.πάσχω από λεοντίαση.