λεοντιάω
From LSJ
English (LSJ)
suffer from elephantiasis, Id.l.c.; to be like a lion, Tz.H.4.937.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντιάω: εἶμαι ὅμοιος λέοντι, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 937.
Greek Monolingual
λεοντιῶ, λεοντιάω (AM) λέων
μσν.
μοιάζω με λιοντάρι
αρχ.
πάσχω από λεοντίαση.