λιγνύς
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
ύος, ἡ (parox. in Call.Fr.1.57 P.),
A thick smoke mixed with flame, murky fire (such as is made by burning resinous substances, Arist.Mete.387b6, al.), ἱέντα . . διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν A.Th.494; στέροψ λ., of the fires seen by night on the two peaks of Parnassus, S.Ant.1127 (lyr.); λ. σῶμα καταιθαλοῖ Ar.Av.1241; λ. καὶ καπνός Id. Lys.319; λιγνὺς πρόσεδρος S.Tr.794, expld. by Sch. of the smoke of the altar hanging round Heracles: pl., αἱ φλόγες καὶ αἱ λ. Plb.34.11.18, cf. Str.6.2.11. 2 soot, λ. ἐστι καπνώδης αἰθάλη Erot.s.v. γλῶσσαλιγνυώδης; used medicinally, Dsc.2.72, Gal.12.61. [ῡ Tryph. 322; but ῠ Call. l.c., and prob. in S.Ant. l.c.]
German (Pape)
[Seite 43] ύος, ἡ, der Rauch, Qualm; ἱέντα πυρπνόον διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν Aesch. Spt. 476; στέροψ λιγνύς, Soph. Ant. 1114; vom Opferrauch, Trach. 791; λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνόν Ar. Lys. 319; Th. 281; sp. D., Ant. Sid. 96 (VII, 637); περὶ δέ σφιν ἀΐδνη κήκιε λιγνύς Ap. Rh. 1, 389. Auch in späterer Prosa, αἱ φλόγες καὶ αἱ λιγνύες Pol. 34, 11, 18; Strab. VI, 277. [Λιγνϋν im accus. bei Tryphiod. 322.]