ἱκετευτικός
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ή, όν,
A supplicatory, Sch.S.OT 143; = precarius, Gloss. Adv. -κῶς Hsch. s.v. ἀντήδης.
German (Pape)
[Seite 1247] den Schutzflehenden betreffend, flehend; Schol. Soph. O. R. 143; Eust.