οὐδενόσωρος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ον, (ὤρα)
A worth no notice or regard, τείχεα . . ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178; ὀστέον Opp.H.2.478.
German (Pape)
[Seite 410] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.