τεχνικός

From LSJ
Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνικός Medium diacritics: τεχνικός Low diacritics: τεχνικός Capitals: ΤΕΧΝΙΚΟΣ
Transliteration A: technikós Transliteration B: technikos Transliteration C: technikos Beta Code: texniko/s

English (LSJ)

ή, όν, of persons,

   A artistic, skilful, workmanlike, Epich. 171.11, Pl.Smp.186c, etc.; τ. περί τινος Id.Tht.207c; περί τι Id.La. 185e, etc.; εἴς τι ib.d; esp. of rhetoricians and grammarians, τ. λόγων πέρι Id.Phdr.273e; οἱ περὶ τοὺς λόγους τ. ib.a; ὁ τ. τε καὶ ἀγαθὸς ῥήτωρ Id.Grg.504d; Comp., more proficient in one's craft, Phld. Mus.p.74 K.; opp. θεωρητικός, practical, Arist.EN1180b20; τ. περὶ τὸν βίον Id.HA622b23 (Comp., v.l. Sup.); τ. τὴν ψυχήν Id.Pol. 1327b27; τ. ὄμματα Ael.VH14.47; τ. πόημα Phld.Po.5.20; τὸ τ. technical excellence, ib.2.55; τ. ἐνέργειαι, οἷον αὐλεῖν ἢ σαλπίζειν ἢ κιθαρίζειν Gal.6.323; later, οἱ τεχνικοί the grammarians, Sch.D.T. p.4 H.; ὁ τ. freq. of Hdn.Gr., Choerob. in Theod.1.142 H., al.; also of D.T., Sch.D.T.p.204 H.    b φύσις = πῦρ τεχνικόν, Zeno Stoic.1.34; τὸν τ. νοῦν the mind of the Great Designer, Theol.Ar.58; δύναμίς τις . . ἣν . . τεχνικὴν εἶναι λέγομεν Gal.Nat.Fac.1.6.    2 artful, cunning, Plb.16.6.6.    II of things, artificial, opp. αὐτόματος, Thphr. Lap.55; τ. ὕδατα an artificial water-supply, Gal.17(2).183. Adv. -κῶς ibid.    2 done by rules of art, technical, systematic, τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τ. Pl.Phdr.273b; ἡ περὶ τὸν πόλεμον ἀγωνία τ. Id.R.374b, cf. Euthphr.14e; πραγματεῖαι τ. Id.Grg.501b, etc.; ἡ τ. παιδεία Arist.Pol.1341b9; ἔχειν τὸ τ. περί τι to be technically employed upon... Id.Rh.1355b35, cf. Ph.193a32.    III Adv. -κῶς according to the rules of art, τ. εἰργας μένα, πεποιημένα, Pl.Chrm. 173c, Isoc.2.44; τ. ἐξηύρηται Pl.Euthd.303e; τ. ἔχειν Id.Phdr.271c; τ. πολιτεύεσθαι Isoc.3.52; ὁ δυνάμενος . . τεκμαίρεσθαι τ. Gal.18(2).257.

German (Pape)

[Seite 1103] künstlich, zur Kunst gehörig, die Kunst betreffend, auch wissenschaftlich, und ὁ τεχνικός, der in der Kunst erfahren ist, bes. der Lehrer der Rhetorik und Grammatik; οὐποτ' ἔσται τεχνικὸς λόγων πέρι, Plat. Phaedr. 273 e; οἱ περὶ τοὺς λογους τεχνικοί, ib. a; ὁ τεχνικός τε καὶ ἀγαθὸς ῥήτωρ, Gorg. 504 d; οὐ γάρ ποο τεχνικόν γ' ἂν εἴη, es wäre unklug, Euthyphr. 14 e; τεχνικὸν καὶ ἐπιστήμονα περὶ ἁμάξης οὐσίας, Theaet. 207 c; τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικόν, Phaedr. 273 b, u. öfter. – Adv. τεχνικῶς, kunstgemäß; εἰ μέλλει τεχνικῶς ἔχειν, Plat. Phaedr. 271 c; τεχνικῶς εἰργασμένα, Charm. 173 b; Xen. An. 5, 9, 5; listig, τεχνικόν τι, Pol. 16, 6, 6.