κουράς
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = ὀροφή, Hsch. s.v. ἐγκουράδες. 2 painting on a ceiling, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κουράς: -άδος, ἡ, «ὀροφικὸς πίναξ. ἡ ἐν τοῖς ὀροφώμασι γραφὴ» Ἡσύχ.