σταθμητέον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek (Liddell-Scott)
σταθμητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ «ζυγίσῃ», νὰ ἐκτιμήσῃ, νὰ κρίνῃ, Εὐστ. Πονημάτ. 170. 96., 171. 2.