γδοῦπος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
γδουπέω, poet. forms for δοῦπος, δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω)
A, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.
Greek (Liddell-Scott)
γδοῦπος: γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ δοῦπος, δουπέω (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἰλ. Λ. 45.