γδοῦπος
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
poet. form for δοῦπος (heavy sound, thud), δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.
German (Pape)
p. = δοῦπος, in Zusammensetzungen, vgl. ἐρίγδουπος; Tmesis Il. 11.45 ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.
French (Bailly abrégé)
v. δοῦπος (bruit sourd, bruit sonore).
Russian (Dvoretsky)
δοῦπος: ὁ шум, грохот, гул Hom., Hes., Trag., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
γδοῦπος: γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ δοῦπος, δουπέω (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἰλ. Λ. 45.
Greek Monolingual
ο (AM γδοῦπος)
βαρύς, υπόκωφος χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δούπος. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε -γδουπος έναντι εκείνων σε -δουπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: -γδουπος) βαρύγδουπος
αρχ.
αλίγδουπος, ερίγδουπος, μασίγδουπος, μελίγδουπος.
Translations
thud
Bulgarian: приглушен звук от падане; Czech: žuch, žuchnutí, zadunění, bouchnutí; Danish: bump; Finnish: tömähdys, jysähdys, mätkähdys, jymähdys; French: martèlement; German: Bollern, dumpfer Knall; Greek: γδούπος; Ancient Greek: δοῦπος, γδοῦπος; Icelandic: dynkur; Irish: tuairt, trost; Italian: tonfo; Macedonian: тап звук, тресок; Malagasy: ngodongodona; Malay Jawi: دبق / لبق; Rumi: debak / lebak; Maori: ngahoa, takuru; Occitan: bomb, bombe; Polish: łup, łubudu, tąpnięcie, łomot; Portuguese: baque; Romanian: bufnitură; Russian: глухой звук; Serbo-Croatian: mukao zvuk; Spanish: golpe sordo; Swedish: duns; Turkish: güm, pat; Vietnamese: ịch