ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
[Seite 202] att. -γλωττος, einzüngig, nur eine Sprache redend, Sp.
μονόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, (γλῶσσα) ὁ μίαν μόνον γλῶσσαν λαλῶν, Εἰρηναῖος 1, 10, σ. 67 (;).