τετράμυρον
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A an ointment compounded of four ingredients, Asclep. ap. Gal.13.1013.
Greek (Liddell-Scott)
τετράμῠρον: τό, φάρμακον παρεσκευασμένον διὰ τῆς ἀναμίξεως τεσσάρων μύρων, Γαλην. τ. 13, σ. 851.