τετράμυρον

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράμῠρον Medium diacritics: τετράμυρον Low diacritics: τετράμυρον Capitals: ΤΕΤΡΑΜΥΡΟΝ
Transliteration A: tetrámyron Transliteration B: tetramyron Transliteration C: tetramyron Beta Code: tetra/muron

English (LSJ)

[ᾰ], τό, an ointment compounded of four ingredients, Asclep. ap. Gal.13.1013.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμῠρον: τό, φάρμακον παρεσκευασμένον διὰ τῆς ἀναμίξεως τεσσάρων μύρων, Γαλην. τ. 13, σ. 851.

Greek Monolingual

τὸ, Α
φάρμακο παρασκευασμένο από τέσσερα μύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + μύρον «ευώδες, αρωματικό έλαιο» (πρβλ. πεντάμυρον)].