τετράμυρον

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράμῠρον Medium diacritics: τετράμυρον Low diacritics: τετράμυρον Capitals: ΤΕΤΡΑΜΥΡΟΝ
Transliteration A: tetrámyron Transliteration B: tetramyron Transliteration C: tetramyron Beta Code: tetra/muron

English (LSJ)

[ᾰ], τό, an ointment compounded of four ingredients, Asclep. ap. Gal.13.1013.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμῠρον: τό, φάρμακον παρεσκευασμένον διὰ τῆς ἀναμίξεως τεσσάρων μύρων, Γαλην. τ. 13, σ. 851.

Greek Monolingual

τὸ, Α
φάρμακο παρασκευασμένο από τέσσερα μύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + μύρον «ευώδες, αρωματικό έλαιο» (πρβλ. πεντάμυρον)].