αἰσθητός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ή, όν, and ός, όν Pl.Men. 76d;
A sensible, perceptible, opp. νοητός, Id.Plt.285e, etc.; τὸ αἰ. object of sensation or perception, Id.Ti.37b, Arist. de An.431b22, cf. Metaph. 999b4. Adv. -τῶς Id.Col.793b27, Posidon.95, Plu.2.953c; in act. sense, Ascl.in Metaph.277.13.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσθητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτων Μένων 76D: - ῥηματ. ἐπίθ., διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντιληπτός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ νοητός, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 285Ε, κτλ.: τὸ αἰσθητόν, ὅ, τι αἰσθάνεταί τις, τὸ προσπῖπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὁ αὐτ. Τίμ. 37Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἀριστ. περὶ χρωμ. 3. 13., Πλούτ. 2. 953C.