παρακελευστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who calls out to or encourages, Gloss.
German (Pape)
[Seite 482] ὁ, Zurufer, Ermunterer (?).
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστής: -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ.