βοηθηματικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A = βοηθητικός, Dsc.Alex.Praef., Gal.19.395.
German (Pape)
[Seite 451] = βοηθητικός, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθηματικός: -ή, -όν, = βοηθητικός, Διοσκ. Δηλητ. σ. 2.
Full diacritics: βοηθημᾰτικός | Medium diacritics: βοηθηματικός | Low diacritics: βοηθηματικός | Capitals: ΒΟΗΘΗΜΑΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: boēthēmatikós | Transliteration B: boēthēmatikos | Transliteration C: voithimatikos | Beta Code: bohqhmatiko/s |
ή, όν,
A = βοηθητικός, Dsc.Alex.Praef., Gal.19.395.
[Seite 451] = βοηθητικός, Diosc.
βοηθηματικός: -ή, -όν, = βοηθητικός, Διοσκ. Δηλητ. σ. 2.