προκυμία

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκῡμία Medium diacritics: προκυμία Low diacritics: προκυμία Capitals: ΠΡΟΚΥΜΙΑ
Transliteration A: prokymía Transliteration B: prokymia Transliteration C: prokymia Beta Code: prokumi/a

English (LSJ)

ἡ, (κῦμα)

   A breakwater, J.BJ1.21.6; prob. for προκυμάτια (sic) in Id.AJ15.9.6.

Greek (Liddell-Scott)

προκυμία: (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, (κῦμα) προτείχισμα πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «μῶλος», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· οὕτως ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον προκυμία ἀντὶ προκυματία.