παραπύημα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ατος, τό,
A suppuration, Hp.Mochl.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 496] τό, Eiterung daneben, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραπύημα: τό, πύωσις,«ἔμπυασμα», Ἱππ. Μοχλ. 848· κοινὴ γραφὴ παραποίημα.