μακροχρόνιος
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ον,
A lasting a long time, lingering, Hp.Epid.3.7; πυρετός Gal.17(2).739 (Sup.); τὸ μ. long duration, Agatharch.83. 2 dwelling a long time, LXX Ex.20.12, al. 3 long-lived, Ep.Eph.6.3; βοῦς Porph. VP24 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροχρόνιος: -ον, διαρκῶν ἐπὶ μακρὸν χρόνον, ἢ ζῶν ἐπὶ μακρόν, παραμένων, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085· τὸ μακροχρόνιον = ἡ μακροχρονιότης, τοῦ λιμοῦ τὸ μακροχρόνιον, ἡ ἐπὶ πολὺν χρόνον διάρκεια αὐτοῦ, Ἀγαθαρχίδ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 56.