σφακτικός
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for slaughtering, μάχαιρα Zonar. s.v. πανδούριον.
Greek (Liddell-Scott)
σφακτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς σφαγήν, «πανδούριον· μάχαιρα σφακτικὴ» Ζωναρ. Λεξ. σ. 1512.