κέγχρων
From LSJ
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a local wind on the river Phasis, Hp.
A Aër.15.
German (Pape)
[Seite 1410] ωνος, ὁ, ein am Phasis wehender Wind, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κέγχρων: ὁ, τοπικός τις ἄνεμος πνέων κατὰ τὸν ποταμὸν Φᾶσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290.