(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιαρείζω: εἶμαι ἡμιάρειος, ἡμιαρειανός, «διασκοπήσωμεν πῶς τινες ἡμιαρείζουσιν, έκείνου μὲν τὸ ὄνομα ἀρνούμενοι, αὐτὸν δὲ καὶ τὴν αὐτοῦ κακοδοξίαν ἐνδεδυμένοι» Ἐπιφάν.·-, ἡμιάρειος, ἡμιαρειανός, Ἐπιφάνιος 1, 845 κ. ἄλλ.