δειροκύπελλον
From LSJ
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
Full diacritics: δειροκύπελλον | Medium diacritics: δειροκύπελλον | Low diacritics: δειροκύπελλον | Capitals: ΔΕΙΡΟΚΥΠΕΛΛΟΝ |
Transliteration A: deirokýpellon | Transliteration B: deirokypellon | Transliteration C: deirokypellon | Beta Code: deiroku/pellon |
[ῠ], τό,
A long-necked cup, Luc.Lex.7.
[Seite 541] τό, ein langhalsiger Pokal, Luc. Lexiph. 7.
δειροκύπελλον: τό, ποτήριον μετὰ μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.