προπατορικός

From LSJ
Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

German (Pape)

[Seite 739] dem Stammvater od. den Vorfahren gehörig (?).

Greek (Liddell-Scott)

προπᾰτορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς προπάτορας, προγονικός, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 855D: τὸ προπάτορον = προπατορικόν, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 29.