κτηματίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ον, ὁ,
A = κτηματικός 1, Lycurg.Fr.93, Socr.Ep.29.5.
German (Pape)
[Seite 1519] ὁ, der Eigenthümer, bes. der Viel besitzt, Lycurg. in VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κτηματίτης: -ου, ὁ, κτηματικός, Λυκοῦργ. παρὰ τῷ Σουΐδ., Ἐπιστ. Σωκρ. 27, σ. 58, 11.