τύμμα
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ατος, τό, (τύπτω)
A blow, wound, A.Ag.1430 (lyr.); esp. a pick, sting, or snake-bite, Hp.Epid.7.37, Arist.HA624a16, Theoc.4.55, Androm. ap. Gal.14.33; τύμματα πληγῶν PSI5.455.16 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1161] τό, Schlag, Hieb, Wunde; ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων τύμμα τύμματι τῖσαι, Aesch. Ag. 1405; Theocr. 4, 55; Nic. Th. 931; Opp. Hal. 2, 50; κέντρῳ τύμμα φέρεις, M. Arg. 2 (V, 32).
Greek (Liddell-Scott)
τύμμα: τό, (τύπτω), κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Θεόκρ. 4. 55, κλπ.