τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
ξεστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ξέειν, Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1714, 16.