ξεστικός

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξεστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ξέειν, Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1714, 16.

Greek Monolingual

ξεστικός, -ή, -όν (Μ) ξεστός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο, αυτός που ζέει, που ξύνει.