παραβαπτίζω
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
A baptize without authority, Just.Nov.42.3.1.
Greek (Liddell-Scott)
παραβαπτίζω: βαπτίζω ἀντικανονικῶς, Σύνοδ. Κ/πόλεως (536), 1073C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 42, 3, § α΄.