θαυματίζομαι
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
A marvel much, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1189] in Verwunderung gesetzt werden, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτίζομαι: ἀποθ., ἐκπλήττομαι, Ἡσύχ.