κροῦσμα
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
κρουσματικός, v. κρουμ-.
German (Pape)
[Seite 1514] τό, = κροῦμα; Ath. IV, 183 e; κιθάρης κρούσματα Δηλιάδος Agath. 25 (V, 292).
Greek (Liddell-Scott)
κροῦσμα: κρουσματικός, = κρουμ-.