ἐπισυλλαμβάνω
From LSJ
English (LSJ)
A = ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.
Full diacritics: ἐπισυλλαμβάνω | Medium diacritics: ἐπισυλλαμβάνω | Low diacritics: επισυλλαμβάνω | Capitals: ΕΠΙΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ |
Transliteration A: episyllambánō | Transliteration B: episyllambanō | Transliteration C: episyllamvano | Beta Code: e)pisullamba/nw |
A = ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.
ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.