ἰδιοσύστατος
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
German (Pape)
[Seite 1237] für sich bestehend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιοσύστᾰτος: -ον, ἐξ ἑαυτοῦ συνεστὼς καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Δίδ. Ἀλ. 977Α, 925Β. - Ἐπίρρ. -τως, μετ’ ἰδίας οὐσίας ἢ ὑποστάσεως, ὁ αὐτ. 984Β, κλ.