τετράπτυχος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ον,
A fourfold, Hp.Off.12 (and Gal. ad loc., 18(2).822), Gal. 14.793.
German (Pape)
[Seite 1099] vierfältig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπτῠχος: -ον, διπλωμένος εἰς τέσσαρα, τετραπλοῦς, Ἱππ. Ἰητρ. 745Α, Γαλην. 2. 390, Ἡσύχ. ἐν λ. προθελύμνους ἔνθα: «σάκος τετραθέλυμνον, τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετράπτυχον».