τοξοθήκη
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English (LSJ)
ἡ,
A bowcase, quiver, Sch.Ar.Th.1209.
German (Pape)
[Seite 1128] ἡ, Bogen-, Pfeilbehälter, Schol. Ar. Thesm. 1209.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοθήκη: ἡ, θήκη τόξου ἢ βελῶν, φαρέτρα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1209.