περάτωσις
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ending, φλεβῶν Aret.SA2.8 (pl.). 2 consummation, Plot. 4.4.20.
German (Pape)
[Seite 563] ἡ, Endigung, Begränzung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περάτωσις: ἡ, ἀποπεράτωσις, τέλος, Διον. Ἀεροπ. 273Α, Ψελλ. 1152Β.