ἐμποδιζομένως

From LSJ
Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

German (Pape)

[Seite 815] gehindert, mit Hindernissen, καὶ ἰσχομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδιζομένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ., ὥσπερ ἐν δεσμοῖς, τὸ ἰσχομένως τε καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 415C.