θυλακοφόρος
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
English (LSJ)
ον,
A carrying a bag, name for prospectors, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1222] Sackträger, nach VLL. von Bergleuten.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκοφόρος: -ον, φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ πήραν, ὄνομα τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.