ἀπαρνητικός
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
ή, όν,
A denying, Eust.29.44.
German (Pape)
[Seite 280] verweigernd, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρνητικός: -ή, -όν, ὁ ὁλοκλήρως ἀρνούμενος, Εὐστ. 29. 44. - Ἐπίρρ. -κῶς Βασιλ. τ. 2. σ. 647C.